- βουβώνιον
- βουβών-ιον, τό,A = ἀστὴρ Ἀττικός, Dsc.4.119.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βουβώνιον — βουβώνιον, το (Α) [βουβών] ονομασία φυτού που το χρησιμοποιούσαν για τη θεραπεία βουβωνικού οιδήματος … Dictionary of Greek
βουβώνιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουβωνίου — βουβώνιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουβωνίῳ — βουβώνιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)